- Λοξίᾳ
- Λοξίαι , Λοξίαςthe zodiacmasc nom/voc pl (ionic)Λοξίᾱͅ , Λοξίαςthe zodiacmasc dat sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λοξία — Λοξίᾱ , Λοξίας the zodiac masc nom/voc/acc dual (ionic) Λοξίας the zodiac masc voc sg (ionic) Λοξίᾱ , Λοξίας the zodiac masc voc sg (attic ionic) Λοξίᾱ , Λοξίας the zodiac masc gen sg (doric ionic aeolic) Λοξίας the zodiac masc nom sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λοξίας — Λοξίᾱς , Λοξίας the zodiac masc acc pl (ionic) Λοξίᾱς , Λοξίας the zodiac masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λοξίαν — Λοξίᾱν , Λοξίας the zodiac masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) Λοξίας the zodiac masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λοξώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Boρέα και μαζί με τις αδελφές της μετέφερε τα δώρα των υπερβόρειων Αριμασπών προς τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στη Δήλο. Το όνομά της προέρχεται πιθανότατα από τον Απόλλωνα Λοξία. * * *… … Dictionary of Greek
καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
Λοξίαι — Λοξίας the zodiac masc nom/voc pl (ionic) Λοξίᾱͅ , Λοξίας the zodiac masc dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)